- Βόν(ν)η
- η г. Бонн;тж. Μπόν(α)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βον Γουίλιαμς, Ραλφ — (Ralph Vaughan Williams, Ντον Άμπνεϊ, Γκλόουστερσαϊρ 1872 – Λονδίνο 1958). Βρετανός συνθέτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και τελειοποίησε τις σπουδές του στο Βερολίνο με τον Μαξ Μπρουχ και στο Παρίσι με τον Μορίς Ραβέλ. Ήταν οργανίστας στην εκκλησία… … Dictionary of Greek
Βον, Βίκτορ Κλάρενς — (Victor Clarence Vaughan, Μάουντ Έρι, Ράντολφ, Μισούρι 1851 – Ρίτσμοντ 1929). Αμερικανός φαρμακολόγος και παθολόγος. Δίδαξε φυσιολογία και χημική παθολογία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου έγινε καθηγητής στην έδρα της υγιεινής και της χημικής … Dictionary of Greek
Βον, Σάρα — (Sarah «Lois» Vaughan,Νιου Τζέρσι 1924 – 1990). Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της τζαζ, μαζί με την Έλα Φιτζέραλντ και την Μπίλι Χόλιντεϊ. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της έπειτα από μία επιτυχημένη… … Dictionary of Greek
Βον, Στίβι Ρέι — (Stevie Ray Vaughan, Ντάλας, Τέξας 1954 – 1990). Αμερικανός συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής. Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λευκούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Β. θεωρήθηκε, όχι άδικα, το πιο αδικοχαμένο ταλέντο της γενιάς του. Μεγάλωσε στον… … Dictionary of Greek
Ρόισμπρουκ, Γιον βον — (Ruysbroeck ή Ruusbroec, Ρόισμπρουκ, Βρυξέλες 1293 – Γκρένεντελ, Βραβάντη 1381). Φλαμανδός μυστικιστής. Αφού χειροτονήθηκε κληρικός το 1317, έγινε εφημέριος της Αγίας Γουδούλης στις Βρυξέλες. Το 1343 αποσύρθηκε με μερικούς οπαδούς του στο δάσος… … Dictionary of Greek
διέτριβον — διέτρῑβον , διατρίβω rub hard imperf ind act 3rd pl διέτρῑβον , διατρίβω rub hard imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέθλιβον — κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 3rd pl κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέτριβον — κατέτρῑβον , κατατρίβω rub down imperf ind act 3rd pl κατέτρῑβον , κατατρίβω rub down imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέτριβον — παρέτρῑβον , παρατρίβω rub beside imperf ind act 3rd pl παρέτρῑβον , παρατρίβω rub beside imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέθλιβον — περϊέθλῑβον , περί θλίβω squeeze imperf ind act 3rd pl περϊέθλῑβον , περί θλίβω squeeze imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιέτριβον — προδιέτρῑβον , πρό διατρίβω rub hard imperf ind act 3rd pl προδιέτρῑβον , πρό διατρίβω rub hard imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)